μηχανοποιώ

μηχανοποιώ
μηχανοποιῶ, -έω (Α) [μηχανοποιώ]
κατασκευάζω ή χρησιμοποιώ μηχανές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μηχανοποιῷ — μηχανοποιός maker of engines masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποίημα — μηχανοποίημα, τὸ (Α) [μηχανοποιώ] μηχανικό κατασκεύασμα, μηχανή …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποίηση — η [μηχανοποιώ] (οικον.) 1. χρησιμοποίηση μηχανών για την υποβοήθηση ή την υποκατάσταση τής ανθρώπινης εργασίας 2. χρησιμοποίηση τών βιομηχανικών μέσων σε ευρεία κλίμακα 3. βιομηχανική μέθοδος κατά την οποία κάθε εργάτης εκτελεί, σαν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποίητος — η, ο αυτός που είναι κατασκευασμένος με μηχανή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανοποιώ (πρβλ. χειροποίητος). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοποιητική — μηχανοποιητική, ἡ (Α) η τέχνη τού μηχανοποιού, μηχανοποιία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. μηχανοποιητικός (< μηχανοποιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοτευχώ — μηχανοτευχῶ, έω (Μ) μηχανοποιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + τευχῶ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *μηχανοτευχής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”